- χρυσόβουλλο(ν)
- το ист. золотая булла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσόβουλλο — το / χρυσόβουλλον, ΝΜ, και δ. γρφ. χρυσιόβολλον Μ (στο Βυζ.) αυτοκρατορικό διάταγμα, σφραγισμένο με τη χρυσή σφραγίδα τού αυτοκράτορα μσν. σπαν. η χρυσή σφραγίδα τού αυτοκράτορα («χαρτία ἄγραφα τοῡ έβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του», Χρον. Μop.).… … Dictionary of Greek
Λευθεριώται — Λευθεριῶται, οι (Μ) προνομιούχοι ιερείς τής Κέρκυρας με χρυσόβουλλο τού δεσπότη τής Ηπείρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < * Ἐλευθεριῶται] … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
χρυσιόβολλον — τὸ, Μ βλ. χρυσόβουλλο … Dictionary of Greek
χρυσοβούλλιον — τὸ, Μ [χρυσόβουλλον] χρυσόβουλλο … Dictionary of Greek
χρυσόβουλλος — ον, Μ 1. σφραγισμένος με τη χρυσή αυτοκρατορική σφραγίδα 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσόβουλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βουλλος (< βούλλα «σφραγίδα»)] … Dictionary of Greek
Πετριτσονίτισσας, μονή — Ιδρύθηκε το 1084 από το Γρηγόριο Πακουριανό από την Ιβηρία, σε περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας. Εφοδιάστηκε από τον κτήτορά της με ειδικό τυπικό (Πακουριανό τυπικό) το οποίο είχε επικυρώσει με χρυσόβουλλο ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Κομνηνός. Το… … Dictionary of Greek